αποκαθηλώνω

αποκαθηλώνω
(Μ ἀποκαθηλώ, -όω)
ξεκαρφώνω και κατεβάζω κάτι από εκεί που ήταν καρφωμένο (κυρίως για το σώμα του Χριστού από τον Τίμιο Σταυρό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκαθηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξεκαρφώνω: Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αποκαθήλωσαν το σώμα του Χριστού από το σταυρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”